ζωάνθρωπος

ζωάνθρωπος
ο
1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία
2. μτφ. κτηνάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωανθρωπικός — ή, ό [ζωανθρωπία / ζωάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωανθρωπία ή στον ζωάνθρωπο («ζωανθρωπικό παραλήρημα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”